- κεχρυσωμένη
- κεχρῡσωμένη , χρυσόωmake goldenperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεχρυσωμένῃ — κεχρῡσωμένῃ , χρυσόω make golden perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
позлащеныи — (12) прич. страд. прош. 1.Позолоченный, покрытый золотом: чашѣ срѣбрьны великы˫а позлащены. кѹбьци и котьли. СбТр XII/XIII, 4; •а҃•˫а же дверь цр҃квьна˫а… Коренфьскою мѣдью ѡбложена, ˫ако лѹчши красотою позлащеныхъ и ѡсребрьныхъ двьрии.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… … Dictionary of Greek